Τρεις χρυσές ανεμώνες. May D' Alencon

Από σήμερα ξεκινά η "μετακόμιση" των αναρτήσεων από το blog "Το μυστήριο του παντοπωλείου" στο blog " Γυναίκα..."
Σ' αυτόν τον χώρο θα "στεγαστούν"  οι συνεντεύξεις των ζωγράφων - εικονογράφων καθώς και των ποιητών και πεζογράφων -νέα ενότητα- πολύ σύντομα.

Καλή ανάγνωση.

Γράφω και διαγράφω λέξεις, προτάσεις κι όλο αυτό γιατί δε βρίσκω τις κατάλληλες λέξεις που θα εκφράσουν τη νοσταλγία, τη χαρά, την έκπληξή μου που μετά από χρόνια ξέθαψα από τη βιβλιοθήκη τα παιδικά μου παραμύθια.
Έχω περάσει ατέλειωτες ώρες, αξέχαστες εποχές, διαβάζοντας ξανά και ξανά τα αγαπημένα μου.
Παραμύθια και παιδικές ιστορίες με ελάχιστες έγχρωμες κι άλλοτε ασπρόμαυρες εικόνες.

Το βιβλίο "Τρεις χρυσές ανεμώνες", εκδόσεις Παπαδόπουλος Αθήνα, μετάφραση Γ. Τσουκαλά, Εικονογράφηση H. Dimpre.

Το βιβλίο αυτό που έχει τίτλο "Τρεις χρυσές ανεμώνες", φιλοξενεί στο εσωτερικό του και άλλα 8 παραμύθια, παιδικές ιστορίες με έντονο τον ηθικό διδακτισμό. Δεν ήμουν και δεν είμαι αρνητική πάνω στο θέμα αυτό και στο με ποιον τρόπο είναι καλύτερο να περνάνε τα μηνύματά στα παιδιά. Θεωρώ πως ο κάθε συγγραφέας πρέπει να είναι ελεύθερος να εκφράζεται και να γράφει όπως αυτόν τον ικανοποιεί και όχι να ακολουθεί την εκάστοτε "μόδα", βέβαια να λαμβάνει υπ΄όψη το γύρω περιβάλλον και τις εκάστοτε συνθήκες.

Σας αφήνω με μερικά αποσπάσματα. Καλή σας ανάγνωση.
(Τα κείμενα μεταφέρονται αυτούσια)




1. ΤΟ ΠΙΟ ΟΜΟΡΦΟ ΣΠΙΤΙ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Ο Ζαν Πενσόν ήταν ένας ξακουστός ξυλοκόπος. Σ' όλη του τη ζωή, είχε κόψει έλατα, βαλανιδιές, φηγούς και σημύδες, που μ' αυτές οι άνθρωποι του χωριού είχαν φτιάσει σπίτια κι έπιπλα κάθε είδους: ντουλάπες, τραπέζια, καθίσματα και κρεβάτια!
Όταν γέρασε, όταν γέρασε τόσο πολύ, ώστε σκέφτηκε να μη δουλέψε πια και να μείνει στο σπίτι του, καλλιεργώντας τον κήπο του, είπε μέσα του:
"Θα κόψω τη μεγάλη βαλανιδιά του ξέφωτου, που είναι η πιο όμορφη βαλανιδιά απ΄ το δάσος και με τα ξύλα της, θα φτιάσω, για μέναν αυτή τη φορά, ένα όμορφο σπίτι, θα το επιπλώσω κι εκεί μέσα θα περάσω όσον καιρό μου μένει ακόμη να ζήσω".
.......
Ο Ζαν Πεσόν άκουγε τα παράπονα και τις παρακλήσεις του μικρού λαού, που κατοικούσε, ανάμεσα στα κλαδιά, μέσα στις τρύπες , στον κορμό και στον ήσκιο της γέρικης βαλανιδιάς` όλους τους λυπότανε. Σκέφτηκε αρκετή ώρα, δίστασε, έπειτα, στο τέλος, ξαναπήρε το μεγάλο του τσεκούρι και στράφηκε να φύγη, λέγοντας:
- Δεν μπορώ να κόψω αυτή την όμορφη βαλανιδιά, για να φτιάσω το σπίτι μου και τα έπιπλα μου, όχι, αδύνατο! Θα κάνω πολλούς δυστυχισμένους! Τόσο το χειρότερο για μένα!


2. "ΟΙ ΤΡΕΙΣ ΑΝΕΜΩΝΕΣ ΜΕ ΤΗ ΧΡΥΣΗ ΚΑΡΔΙΑ"


...
Η τρίτη ανεμώνη είχε ένα όνομα που δεν ήτανε πολύ όμορφο, γιατί οι αδερφές της την επείραζαν και την έλεγαν βατραχίτσα, επειδή ήτανε πολύ μικρή κι όχι τόσο όμορφη, όσο οι άλλες. Αυτή προτίμησε να κατεβή στην κοιλάδα, για να είναι κάπως καλύτερα προφυλαγμένη από τις κακοκαιρίες.
Εγκαταστάθηκε, λοιπόν, στην όχθη του ποταμού, ανάμεσα στα καλάμια που τραγουδούσαν και σε κάτι στρογγυλά φύλλα με χρυσά μπουμπούκια. Στην πρώτη αχτίνα του ήλιου, εκείνα της χαμογέλασαν κι ήσαν τόσο κίτρινα και τόσο πολλά. ώστε, με το να τα βλέπει διαρκώς, η Βατραχίτσα, από κόκκινη που ήταν, έγινε και αυτή κίτρινη, χωρίς να το θέλη.
Ωστόσο, δεν λυπήθηκε καθόλου γι' αυτό, γιατί τα βατρχάκια και τα έντομα της έλεγαν πως της πήγαινε πολύ το καινούργιο της χρώμα.

3. ΈΝΑ ΚΑΛΟ ΣΑΡΑΚΟΣΤΙΑΝΟ ΓΕΥΜΑ.


...
Η κατσίκα πήρε φόρα κι άρχισε να τους χτυπάη με τα κέρατά της, βλαν! βλαν! και τους έδιωξε από το σπίτι.
Κι όλα αυτά έγιναν στο σκοτάδι κι ακούγονταν κάτι κουάν-κουάν! χι χαν! μεε! μεε! νιαου! τόσο φοβερά, ώστε οι ληστές φαντάστηκαν πως τους κυνηγούσαν όλοι οι δαίμονες της κόλασης!
Σκόρπισαν, μέσα από το ξέφωτο, μέσα από το δάσος, τρέχονταν όσο πιο γρήγορα μπορούσαν από το φόβο τους και φωνάζοντας τρομαγμένοι... κι ίσως να τρέχουν ακόμη!
Τα ζώα, ικανοποιημένα για την επιτυχία τους, πήγαν να βρουν τον Κύριο και την Κυρία, που γύρισαν στο όμορφο σπίτι τους, ξανάναψαν τη λάμπα, ξανακάθησαν στο τραπέζι κι είπανε κατευχαριστημένοι:
- Θα γιορτάσουμε μαζί την Κυριακή της Σαρακοστής, καλά μας ζώα, γιατί το αξίζετε, και θαμαστε ευτυχισμένοι να σας έχουμε συντροφιά!
Ήτανε μια πρόταση πολύ δελεαστική. Αλλά η γάτα τους εξήγησε πως δεν μπορούσαν να γιορτάσουν την Κυριακή της Σαρακοστής χωρίς τους καλούς των κυρίους, τον ξυλοκόπο και τη γυναίκα του, που δεν είχαν, οι καημένοι, τίποτα να φάνε, ούτε μια τηγανίτα!
-Τότε λοιπόν, είπαν ο γέρος και η γριά, θα γιορτάσετε μαζί τους, αφού το επιθυμείτε, αλλά με έξοδα δικά μας και στην υγειά μας!

4. NTE, NTE ΑΛΟΓΑΚΙ ΜΟΥ!
Ξεκίνησε χαράματα η Μυλωνού του Όμορφου Μύλου, γιατί βιαζότανε να φτάση στην πόλη. Έφυγε καβάλα στο αλογάκι της, ντυμένη μ' ένα φόρεμα αμαζόνας με μακρυά ουρά και φορώντας στο κεφάλι της ένα τρίκωχο καπέλο, μικρούτσικο στολισμένο μ'ένα μακρύ πράσινο φτερό, που σάλευε στον άνεμο!
Πήγαινε στην εμποροπανήγυρη, στη μεγάλη εμποροπανήγυρη που γινότανε μια φορά το χρόνο. Μια γυναίκα βρίσκει εκεί πέρα ό,τι θέλει, για να είναι καλοντυμένη: μεταξωτά υφάσματα και σατέν, φουλάρια, φούστες, σάλια, παντόφλες βελούδινες και παντούφλες δερμάτινες, σταυρούς και σκουλαρήκια, κολιέ κι αγκράφες... φτάνει να έχη το πορτοφόλι της γεμάτο.

5. ΕΝΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙ ΜΕ ΠΟΛΛΗ ΦΑΝΤΑΣΙΑ
Συγχρόνως, όμως, ο Αρσένης κατάλαβε πως νοσταλγούσε τη μητέρα του, τα έντεκα αδέρφια του, το σπίτι του και το δασάκι με τις βαλανιδιές, με τις τρούφες του και τα βαλανίδια του, πολύ περισσότερο μάλιστα γιατί, με το φαγητό που έτρωγε στο σπίτι του δόκτορα και με τα λατινικά του, είχε αδυνατίσει πολύ.
- Και δεν θα με μαλώνουν, όταν θα μ ακούσουν να μιλάω λατινικά...
Γρήγορα, γρήγορα, το βαλε στα πόδια και γύρισε στο σπίτι του. Η μητέρα του ταχασε όταν τον ξαναείδε και ταχασε πιο πολύ, όταν τον άκουσε να της λέη γρήγορα γρήγορα:
-Ταλατινικαταμαθαστουδόκτορα, τορυζιναικαλό, αλλοχισαντααλναίδια...
-Τι είναι αυτά που λές; Μα τι είναι αυτά που λες;
-Δεν καταλαβαίνετε ότι σας κοροιδεύει; είπε μια γριά κίσσα, που είχε παρα πολλά ακούσει στη ζωή της.
- Α! Ώστε έτσι! γρύλλισε η κυρία Γουρούνα. Με κοροιδεύει εμένα. Να λοιπόν. Βλαν! Βλαν! Δυο καλές μπάτσες θα τον μάθουν να φέρνεται...
Ο Αρσένης κατέβασε τη μουσούδα του κι άρχισε αμέσως να σκαλίζη το χώμα, όπως έκαναν και τ' αδέρφια του` άλλωστε, είχε σιχαθή πια την επιστήμη και , κυρίως, τα λατινικά.

6. Η ΚΑΛΗ ΚΟΤΟΥΛΑ ΚΑΙ Ο ΑΡΓΙΟΓΑΤΟΣ
Ο Αγριόγατος κάπνιζε την πίπα του και διηγόταν ιστορίες από τα κυνήγια του και από τα μαλώματά του με την Αλεπού και με την Νυφίτσα. Η Καλή Κοτούλα τον άκουγε, πλέκοντας μάλινες κάλτσες για το χειμώνα. Κι ο άνεμος μπορούσε να φυσάη μέσα στο δάσος κι η βροχή να μαστιγώνη τα τζάμια, ούτε που τ' ακουγαν ο Αγριόγατος και η Καλή Κοτούλα.

7.  ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΑΚΙ ΚΙ Ο ΓΑΤΟΣ


-Έχω μια περίφημη ιδέα, είπε ο Μινού ο Έξυπνος, που κι αυτός άξιζε το όνομα που του είχανε δώσει` έχω μέσα σε μια κρυφώνα, που κανένας άλλος, εκτός από μένα, δεν την ξέρει, ένα κουδουνάκι` όταν ήμουν α γατάκι ακόμα, η κοπέλα του σπιτιού μου το είχε κρεμάσει στο λαιμό μου, ταχατες για να κάνη πιο όμορφο: Ντρελενντενντεν, αυτό το κουδουνάκι κόντευε να με τρελάνη. Θα το βάλουμε ανάμεσα σ' όσα φέρουμε μέσα στο φανάρι κι ο Μινού ο Κατεργάρης, που θα τρώη γρήγορα γρήγορα από φόβο μην τον δούμε, ασφαλώς θα το καταπιή.
Και την άλλη μέρα, προτού ο Μινούς κάνη τη μοιρασιά, ακούστηκε ένα ντρελενντενντέν και μια τριχωτή σφαίρα τινάχτηκε σαν τρελή μέσα στην αχυρώνα και την διέσχισε σαν βέλος.
Ήταν ο Μινούς ο Κατεργάρης, που είχε καταπιή το κουδουνάκι μαζί μ όσα έφαγε και τον κουδουνάκι, μέσα στην κοιλιά του, σε κάθε του κίνηση αντηχούσε: ντρελενντενντεν.
-Τώρα είσαι τιμωρημένος για τα καλά και δεν θα το ξανακάνης πια! του είπε ο Μινούς.

8. ΤΟ ΑΛΕΠΟΥΔΑΚΙ ΚΑΙ Η ΓΙΑΓΙΑ

Όχι! Όχι! Δεν πρόκειται για μιαν αληθινή Αλεπού σ' αυτή την ιστορία, αλλά για ένα αγοράκι, που δεν ήτανε καθόλου φρόνιμο, ούτε καθόλου ευτυχισμένο, γιατί δεν είχε οικογένεια και δεν ήθελε να ευχαριστήση κανένα, επειδή, στο χωριό, δεν είχε βρη ακόμη κανέναν ν ' αγαπήση.
Ασφαλώς είχε κάποιο όνομα, αλλ' όλοι το είχανε ξεχάσει. Το προσωπάκι του ήτανε τόσο κατεργάρικο, η ματιά του τόσο ζωηρή και πονηρή, τα μαλλιά του τόσο μπερδεμένα και τόσο κοκκινωπά, ώστε ο κόσμος τοελεγε: Αλεπουδάκι.
Τα μεγάλα του αφτιά, που τα είχε διαρκώς στημένα, άκουγαν και τους πιο μακρινούς θορύβους και κανένας δεν μπορούσε να τον παραβγή στο τρέξιμο μέσα στο δάσος, ή στο γλίστρημα μέσα από τους φράχτες.
Ήξερε να σκαρφαλώνη πάνω στα δέντρα σαν σκίουρος κι αυτό δείχνει πως δεν ήταν αλεπού, γιατί οι αλεπούδες δεν σκαρφαλώνουν στα δέντρα και , να πούμε την αλήθεια, ούτε η πιο πονηρή αλεπού, δεν θα μπορούσε να κάνη τόσες ζημιές, όσες έκανε αυτός.
Ο δασοφύλακας, που είχε χάσει πια την υπομονή του κι ήταν αποφασισμένος να τον πιάσει, είχε πη:
-Αν το ξαναπιάσω να κλέβη τις φωλιές των πουλιών, ή να σπάζη τα κλαδιά για να μαζέψη φουντούκια και κάστανα, θα το κλείσω στη φυλακή αυτό το Αλεπουδάκι, αφού πρώτα το περάσω μέσα απ΄ ολο το χωριό τραβώντας το από τ' αφτί.
Ευτυχώς όμως για το Αλεπουδάκι, τα πράγματα δεν έγιναν έτσι. Στην άκρη του χωριού κατοικούσε μια γριούλα, που όλος ο κόσμος την έλεγε Γιαγιά. Το σπιτάκι της ήτανε τριγυρισμένο μ' ένα μικρό λιβάδι κλεισμένο με φράχτη και, μέσα σ' εκείνο το λιβάδι, υπήρχε μιά κερασιά, πολύ γέρικη και πολύ ψηλή, που έδινε πολλά. πάρα πολλά κεράσια στην εποχή της.

9. ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΗΣ ΓΕΡΙΚΗΣ ΜΗΛΙΑΣ

Την παραμονή των Χριστουγέννων όλα τα σπίτια του χωριού ζωήρεψαν κι όταν νύχτωσε τα παράθυρα έλαμψαν σαν άστρα. Η γέρικη μηλιά δεν μπορούσε να κοιμηθή. Ήτανε πράσινη όπως την άνοιξη, γιατί στα κλαδιά της είχανε φουντώσει τούφες από γκι ανθισμένες με χιλιάδες σπόρους που λαμποκοπούσαν, όπως οι κόμποι της δροσιάς την αυγή.
Η γριά κουκουβάγια ανοιγόκλεινε τα μάτια της και γινότανε πιο γκρινιάρα.
-Δεν μπορείς, λοιπόν, να τα σβήσης όλα αυτά τα φώτα; Με κάνουν ν' ανοιγοκλείνω τα μάτια μου και δεν μ'αφήνουν να κοιμηθώ.
-Μήπως έχει όρεξη κανείς να κοιμηθή την παραμονή των Χριστουγέννων, όταν όλα τ' αστέρια λάμπουν χαρούμενα στον ουρανό κι οι καμπάνες χτυπάνε τόσο χαρούμενα κι οι άνθρωποι, από τη χαρά τους, δεν μπορούν να σταθούνε σ΄ ένα μέρος και στον αέρα περνάει κάτι το πολύ γλυκό, το πολύ καλό, τόσο καλό.ώστε να χτυπάη η καρδιά ακόμα και μιάς γέρικης μηλιάς, όπως εγώ; ρώτησε το γέρικο δέντρο. Το γκι θράφηκε απο μένα για να φυρτώση, να πρασινίση και ν' ανθίση και  τώρα μου δίνει πίσω όσα τουδωσα, το ξαίρεις, κουκουβάγια;


Εύη Γκάλαβου.

Σχόλια